KEΠΑ

Τρίτη 17 Απριλίου 2012

Μητροπολίτου Κένυας κ. Μακάριου, Νεκράνθεμα στη μνήμη του


Νεκράνθεμα στη μνήμη του …

Μες το έμπα του καλοκαιριού
στις μυρωδιές του Ιούνη,
κοίτα καιρό που διάλεξε
ο χάρος να τον πάρει! …

Στο παθητικό του χρόνου που διανύουμε, στο μέσον του καλοκαιριού σημειώθηκε μια σημαντική απώλεια, ο θάνατος του π. Ευέλθοντα, που, τι σύμπτωση αλήθεια! … Έφυγε, στο καλοκαίρι της ζωής του …

Ήταν τέλος Ιουνίου, ένα πρωινό λουσμένο, μέσα στα χρώματα και πνιγμένο, μέσα στ’ αρώματα της Κενυάτικης φύσης, όταν έφτασε το μαντάτο. Ήταν το τηλεφώνημα της πρεσβυτέρας, που μου ανακοίνωσε ότι ο π. Ευέλθων μετακόμισε στη γειτονιά των αγγέλων. Χωρίς υπερβολή, ήταν ένα κεραυνοβόλημα, ένα ουρλιαχτό εσωτερικό, μια απόλυτη άρνηση του σώματος να εγκαταλειφθεί σ’ αυτήν την πραγματικότητα … Ήταν η απότομη σύγκρουση μ’ εκείνον που αισθανόμουν τόσο κοντά και του οποίου η απουσία θα μου ήταν τόσο οδυνηρή … Ήταν μια εξαφάνιση …


Θάνατος τόσο ξαφνικός, τόσο απότομος, τόσο απρόοπτος! … Κι είναι αυτός ο θάνατος, ο ξαφνικός, δηλητήριο· δεν σ’ αφήνει να ησυχάσεις… Οι αναμνήσεις αλληλοσυγκρούονται, τα γεγονότα ξαναζωντανεύουν με τρόπο εφιαλτικό. Η αίσθηση του ατέλειωτου, παρούσα σε κάθε χωρισμό, είναι, εδώ, πιο φανερή από ποτέ άλλοτε …

Όχι ότι ο θάνατος που είναι απόρροια μιας βαριάς και ανίατης αρρώστιας είναι λιγότερο οδυνηρός. Όμως η αρρώστια μας δίνει το χρόνο να αποχαιρετιστούμε και οι άρρωστοι μας μάς μεταδίδουν το μήνυμα ότι μπορούμε ακόμη να μοιραστούμε πολλές πολύτιμες στιγμές. Έχουμε τόση αγάπη, τόση τρυφερότητα να εκφράσουμε. Τώρα ή ποτέ… Καταλαβαίνουμε ότι αυτό επείγει, ότι είναι κάτι που πρέπει να γίνει άμεσα. Βάζουμε, από ένστικτο, κατά μέρος, ό,τι μπορεί να μας βασάνισε σε άλλες εποχές. Ο τρόπος που βλέπουμε τη ζωή αλλάζει ριζικά.

Όπως και να ’χει το πράγμα ένας θάνατος είναι ένας θάνατος και κανείς δεν είναι προετοιμασμένος να τον δεχτεί για ’κείνους που αγαπάει. Ιδωμένος, κάτω απ’ αυτό το πρίσμα, ο θάνατος βιώνεται ως αδικία, ως χρεοκοπία της ιατρικής, ως αδυναμία και αποτυχία να κρατήσουμε, στη ζωή, με τρόπο μαγικό, θα έλεγα, αυτούς που αγαπάμε, γιατί για τους περισσότερους από μας ο θάνατος δεν έχει θέση στη ζωή μας … Όμως είναι ψευδαίσθηση το να θέλουμε να κρατήσουμε τις ασθένειες, του πόνους και το θάνατο έξω από τη ζωή.

Όπως ο θάνατος του κάθε ανθρώπου κλείνει την ιστορία μιας ολόκληρης ζωής, έτσι και ο θάνατος του πατέρα Ευέλθοντα έκλεισε την ιστορία της ζωής του και μάλιστα αποτελεί (ο θάνατος) μέρος αυτής της ιστορίας, αφού έρχεται σε μια ορισμένη στιγμή, μ’ ένα συγκεκριμένο τρόπο, δίνει ζωή σ’ ένα πεπρωμένο, φανερώνει μια γραμμή, μια καμπύλη, μια διαδρομή: μια ζωή.

Η αναφορά μου στην προσωπικότητα του π. Ευέλθοντα, στις δραστηριότητές του, στο έργο του, νομίζω ότι μου επιτρέπει να θυμηθώ, δίχως φραγμούς, τη ζωή του, τώρα που δεν υπάρχει πια κι όμως τον νιώθω τόσο κοντά μου όσο όταν ήταν στη ζωή, μια ζωή που, ομολογουμένως, δεν ήταν καθόλου εύκολη. Πρόσφυγας, κατατρεγμένος, κυνηγημένος από τα γεγονότα του 1974, δεν λύγισε, δεν φοβήθηκε, δεν υποτάχτηκε · το αντίθετο, μάλιστα Οι περιπέτειες, αλλά και η βαθιά του πίστη στον Θεό, σφυρηλάτησαν έναν χαλύβδινο χαρακτήρα και συντέλεσαν στη χάραξη μιας νέας πορείας ζωής, που θα είχε στόχο της και μέλημα, αποκλειστικά και μόνον, τον άνθρωπο, την προσφορά στον άνθρωπο, την προσφορά του ίδιου του εαυτού στην υπηρεσία του συνόλου, του πάσχοντος συνανθρώπου, μέχρι σημείου που να θυσιάζεται και να μην υπολογίζει ούτε τη ζωή του, στον αγώνα αυτόν, στον αγώνα τον καλόν. Έναν αγώνα, που, λες και διαισθανόταν ότι, σύντομα, το νήμα της ζωής του θα κοβόταν, βιαζόταν να τελειώσει. Στον αγώνα δεν συγχωρούνται δικαιολογίες και προφάσεις, συνήθιζε να λέει, μεταφράζοντας την αρχαία ελληνική παροιμία: «Αγών πρόφασιν ουκ επιδέχεται».

Η τεράστια απόσταση που χωρίζει την Κύπρο από την Αφρικανική ήπειρο δεν έπαιξε ανασταλτικό ρόλο στις διαδρομές ψυχής και καρδιάς του π. Ευέλθοντα και των συνεργατών του, οι οποίοι, νυχθημερόν, έδιναν τον εαυτό τους στον αγώνα για τον ευαγγελισμό των φυλών της Αφρικής. Εφαλτήριό τους, στο χώρο της Αφρικανικής ηπείρου, η Κένυα. Αγωνίστηκε, πάντα, στον τίμιο δρόμο, εκτέλεσε στην εντέλεια το καθήκον του και εκπλήρωσε τις ηθικές του υποχρεώσεις που απέρρεαν από τους στόχους του. Αν δεν τον προλάβαινε ο θάνατος, ίσως ήταν κοντά στο να αναφωνήσει: «Τον αγώνα τον καλόν ηγώνισμαι» … Λέγω όμως, ίσως, γιατί ένας αγώνας όπως αυτός δεν τελειώνει ποτέ και ο ίδιος δεν εξήντλησε τα περιθώρια των προσπαθειών του, αφού το ραντεβού του με τον χάροντα τον πρόφθασε στην πιο δημιουργική φάση της ζωής του, στο καλοκαίρι της, ενώ είχε τόσα πολλά να προσφέρει ακόμα … 



Άνθρωπος αθόρυβος, ήπιων τόνων, συγκρότησε έναν ισχυρό πυρήνα συνεργατών και, όλοι μαζί, με πρωτεργάτη τον ίδιο, απομονωμένοι στο στρατηγείο που ο ίδιος είχε χτίσει, στο Παραλίμνι, εργαζόντουσαν, ακατάπαυστα, γεμάτοι από την Αγάπη του Θεού για το πλάσμα του. Αυτή την Αγάπη δίδασκε, όχι μόνο με λόγια, αλλά, κυρίως, έμπρακτα, έχοντας συνειδητοποιήσει ότι ο δρόμος τον οποίον ακολουθούσε, ως ιερωμένος, είναι αυτός που ελευθερώνει τον άνθρωπο, από τα κάθε είδους δεσμά και προσκόμματα και ότι ο άνθρωπος, μέσα από την αγάπη αυτή, αναβαπτίζεται, ανανεώνεται και,  λουσμένος από το άπλετο φως των δωρεών του Αγ. Πνεύματος, συνεχίζει, ακάθεκτος, την πορεία του.

Ιεραπόστολος, με την έννοια που εμείς δίνουμε στον όρο, αφού ταξίδεψε στις χώρες όπου δραστηριοποιούνται οι Ιεραπόστολοι. Όμως το Ιεραποστολικό του έργο ξεπέρασε τα στενά όρια της μικρής και καθαγιασμένης, μέσα από τους αγώνες της και το αίμα των ηρώων της, πατρίδας μας, της Κύπρου της πολυαγαπημένης.

Αγαθός λευίτης, οικογενειάρχης, εκπαιδευτικός, αγάπησε με όλη τη δύναμη της ψυχής του, τον Χριστό, την Εκκλησία Εκείνου και το έργο Της και της δόθηκε, ανεπιφύλακτα. Ο αφυπνιστικός και συγκλονιστικός λόγος του Κυρίου: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη» λειτούργησε ως εγερτήριο σάλπισμα, που του έδινε ώθηση και του αποκάλυπτε την προοπτική της αναπλάσεως και της μεταμορφώσεως των ανθρώπων κάθε χρώματος και φυλής και αυτή η ανακαίνιση ήταν για τον π. Ευέλθοντα ένας θησαυρός πολύτιμος, η πυξίδα, που του έδειχνε το δρόμο και εδραίωνε την πίστη του στη μία καθολική και αποστολική Εκκλησία, με προοπτική και χαρακτήρα οικουμενικό.

Μέσα σ’ αυτήν, πίστευε ακράδαντα, ότι οι άνθρωποι γνωρίζουν τον Θεό αναπαύονται κοντά Του, βρίσκουν λιμάνι και παρηγοριά οι βασανισμένες και αδικημένες ψυχές τους και, εφ’ όσον τον γνωρίσουν, τον αγαπούν, πιστεύουν στη μοναδικότητα της παρουσίας Του, στη ζωή τους. Γι’ αυτό κι ένιωθε ο π. Ευέλθων αυξημένη την ευθύνη και έδειχνε ιδιαίτερη ευαισθησία στον τομέα του ευαγγελισμού των ανευαγγελίστων.

Όλη του η ζωή ήταν μέσα στην πραγματικότητα και στις ανάγκες των ανθρώπων και η ανάγκη του για το χτίσιμο και τη διάδοση της Πίστης ήταν απότοκο της δικής του προσωπικής φώτισης. Η προσφορά του, όπως εξάλλου και αυτή όλων των Ιεραποστόλων, ήταν καρπός γνώσεως της αλήθειας, μιας αλήθειας της οποίας η γνώση είναι εμπειρική, γιατί προϋποθέτει μετοχή στην αλήθεια. Η μετοχή αυτή έχει χαρακτήρα βιωματικό και είναι αποτέλεσμα της δωρεάς του Θεού, αλλά και της συνεργίας του ανθρώπου.

Άριστος μιμητής της ζωής και του έργου του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ο π. Ευέλθων ζούσε, καθημερινά, την αγωνία και την αδικία, που επικρατούσε ανάμεσα στους ταλαιπωρημένους αφρικανούς αδελφούς μας. Άλλωστε, την αδικία και την ταλαιπωρία την είχε ζήσει στο πετσί του, στα νεανικά του χρόνια, στη δική του προσωπική και, όχι μόνο, ιστορία. Ήθελε να τους κλείσει όλους μέσα στη μεγάλη του, στοργική αγκαλιά, να τους δώσει ό,τι καλύτερο μπορούσε, να τους κάνει να νιώσουν ότι όλοι τους είναι παιδιά του ίδιου και όχι κάποιου κατώτερου Θεού, ότι όλοι έχουν τα ίδια δικαιώματα, ότι μπορούν κι αυτοί να απολαμβάνουν, μέσα από την πίστη τους, όλα τα πνευματικά αγαθά που προσφέρει η Ορθοδοξία, μέσα από τη ζωή της, να τους βροντοφωνάξει, τέλος, τα λόγια του Ιησού: «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι καγώ αναπαύσω υμάς». (Κατά Ματθ. 11:28)

Ο π. Ευέλθων εδώ και τρεις, περίπου, μήνες, δεν είναι πια κοντά μας. Ο κόσμος συνεχίζει να ζει, χωρίς αυτόν. Απ’ αυτά τα μέρη του που ήταν κομμάτι του έχει, για πάντα εξαφανιστεί. Ίσως αυτό είναι ο θάνατος … Όμως αυτοί που δεν υπάρχουν πια παραμένουν στις σκέψεις μας και η παρουσία τους μας παρηγορεί για την απουσία τους. Η αγάπη τους μας γιατρεύει τη θλίψη του χαμού τους. Αν μπούμε στον πειρασμό να αφεθούμε στη θλίψη μας, σκεφτόμαστε: «Ξέρω ότι σ’ εκείνον ή σ’ εκείνη δεν θα άρεσε να με βλέπει έτσι». Και είμαι σίγουρος ότι ο π. Ευέλθων δεν θα ήθελε να μας έβλεπε θλιμμένους. Είναι σαν να τον ακούω να μου λέει: «Μην αφήσεις να σε πάρει από κάτω. Επωφελήσου από τη ζωή, είναι τόσο σύντομη … Αγάπα, συγχώρα και προχώρα» … Έστω κι αν δεν είναι εδώ, πρέπει να σεβόμαστε αυτό που ήταν και το γερό δεσμό που μας ένωνε μαζί του. Από όλους μας εξαρτάται να επιτρέψουμε να συνεχιστεί αυτός ο διάλογος σ’ έναν άχρονο χρόνο, σ’ έναν ασύνορο χώρο, σε μια σχέση απέραντης τρυφερότητας. Όταν νιώθουμε μόνοι ας τον καλούμε για να μας δίνει τη δύναμη να ζήσουμε και να συνεχίσουμε ότι εκείνος έχει αρχίσει. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ποτέ τη στοργική και ευεργετική παρουσία του. Ας τον σκεφτόμαστε, όσο πιο συχνά μπορούμε, γιατί μας αγάπησε και τον αγαπήσαμε …


Εκείνος έχει πια φύγει, το σώμα του μπορεί, μακριά από τα βλέμματα, να αποσυντίθεται «εν ειρήνη» μέσα στη σιωπή του Κοιμητηρίου· εκείνος πήρε, μαζί του, τη μνήμη. Κι εμείς που μένουμε πίσω, έχουμε μόνο τις αναμνήσεις. Δεν είναι και λίγο, σε σύγκριση όμως με τον απέραντο κόσμο εκείνου είναι ελάχιστο. Πήρε, φεύγοντας κι ένα κομμάτι του δικού μας εαυτού ή, τουλάχιστον, έχουμε αυτή την αίσθηση, και νομίζω ότι αυτή την αίσθηση την έχουμε κάθε φορά που λυπόμαστε, βλέποντας αγαπημένα μας πρόσωπα να φεύγουν, λύπη, θλίψη που φθάνει στα όριά της, γιατί αυτοί που κατοικούσαν σ’ αυτόν τον τόπο, που είχαν αυτές τις συνήθειες, που μας έδιναν χαρά ή κάποιες φορές μας ενοχλούσαν με τις υποδείξεις τους, που μας γοήτευαν με το χαμόγελο τους δεν υπάρχουν πια. Δεν θα ξαναζήσουμε την πάντα εκπληκτική πραγματικότητα της συγγενικής ή φιλικής ζωής, την άμεση δύναμη των συναισθημάτων. Η ευτυχία ή ο πόνος που συνδέονται άμεσα με την παρουσία του άλλου έχουν, για πάντα, χαθεί. Το για πάντα θα πρέπει, μάλλον, να το διορθώσω, μια που οι ταξιδεμένοι μας έχουν παραχωρήσει τη θέση του σε μια αιώνια παρουσία. Ζουν μέσα μας, τους νιώθουμε τόσο έντονα… Γιατί η ζωή δεν μπορεί να χάνεται για πάντα · μια αρρώστια, ένα ατύχημα μπορούν να μας κάνουν να χαθούμε «εν ριπή οφθαλμού», όμως η ζωή προεκτείνεται πέρα από τον ορατό κόσμο, εκείνοι βλέπουν, συνεχίζουν το διάλογο, μας καθοδηγούν, μας δείχνουν το δρόμο …

Το πέρασμα του π. Ευέλθοντα αποτελεί ένα ορόσημο φωτεινό καταλυτικό στην ιστορία της εξωτερικής ιεραποστολή και δεν είναι υπερβολή αυτό. Έχοντας πάντα ως παράδειγμά του τον ίδιο τον Θεάνθρωπο, τον Θεό του ελέους, συνειδητοποίησε την πραγματική αποστολή της Εκκλησίας και εφάρμοσε, έμπρακτα, τους λόγους του Ευαγγελίου.

Η κλεψύδρα του χρόνου μου είναι αμείλικτη, θαρρώ πως, εδώ, πρέπει να σταματήσω, εξάλλου το έργο που μας άφησε και οι υποθήκες που μας κληροδότησε μπορούν να μιλήσουν καλύτερα.

Σήμερα, βαρυαχύς, γονατίζω στον νωπό, ακόμη, τάφο του και βάζω στο νιόβγαλτο σταυρό του ένα κλαδί φοινικιάς, μουσκεμένο από τα δάκρυα ευγνωμοσύνης των Αφρικανών αδελφών μας, ιδιαίτερα των παιδιών της Κένυας.

«Μόνη δε κτημάτων αρετή
Αναφαίρετον και ζώντι και τελευτήσαντι
Παραμένουσα». (Μ. Βασίλειος)

Μητροπολίτη Κένυας κ.Μακάριου
Νοέμβριος 2011

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου